Αντάμωμα Σαρακατσαναίων
Μια Ξεχωριστή Εμπειρία
Σε ένα μοναδικής φυσικής ομορφιάς φυσικό περιβάλλον, οι Σαρακατσαναίοι το γένος Έλληνες, αποδεικνύουν πόσο στενή υπήρξε η σχέση τους με τα υψίπεδα της ελληνικής φύσης όπου διατηρήθηκε προφυλαγμένη η φλόγα της ελευθερίας και ο πόθος της αναγέννησης της ελληνικής φυλής.
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία, περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι»
Υποταγμένοι από το επάγγελμά τους στο κλίμα, στη φύση και στις αντιθέσεις της που προκαλούν τον νομαδισμό, ζούνε στους κάμπους το χειμώνα και ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Κάνουν πάντα την ίδια ζωή χάρις στα κοπάδια τους, τη μοναδική τους περιουσία. Σ’ αυτά χρωστάνε την ύπαρξή τους και αποζούν αποκλειστικά από τα προϊόντα των κοπαδιών τους.
Η ζωή τους είναι ταξίδι, αδιάκοπη μετακίνηση, προς τις κατάλληλες βοσκές για τα ζώα που τρέφουν. Την άνοιξη, μόλις λιώσουν τα χιόνια, ανεβαίνουν με τα γυναικόπαιδα και τα κοπάδια τους, τη στάνη ολόκληρη, στα πιο ψηλά και κακοτράχαλα βουνά, στα οροπέδιά τους, στις λάκκες, στα ισιώματα, όπου τα πρό(βα)τα, η γιδούρα, και τ’ αλογομούλαρα, το βαλμαριό, βρίσκουν πλούσια χορτάρια για να καλοπεράσουν, να ξικαλουκιριάσ(ου)ν στο ξικαλουκιριό. Και το χ(ι)νόπ(ου)ρο, σαν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια και το κρύο, που καταπονούν τα ζα και αφανίζουν το γάλα τους, κατεβαίνουν στους κάμπους, για να ξεχ(ει)μαδιάσ(ου)ν στα χ(ει)μαδιά και να καλοθρεφτούν τα πράματα.
Οι παλαιότεροί τους είχαν μόνο πρόβατα – συνήθως μαύρα λά(γ)ια, που είναι τα πιο καλογάλαρα – και ποτέ γίδια, ή το πολύ πολύ πέντε ως είκοσι. Αλλά και τώρα ακόμη οι πιο αντιπροσωπευτικοί απ’ αυτούς, οι βέροι Σαρακατσάνοι, οι γεροί τσιουμπάνοι, τρέφουνε πάντα πρόβατα και ελάχιστα γίδια. Ωστόσο, μ’ όλο που σήμερα αναγκάζονται ν’ αυξήσουν τα γίδια, τα έχουν πάντα σε μεγάλη καταφρόνια και συνήθως πάνω στα προ(βα)τα μετρούν τον τσέλιγκα, δηλαδή την περιουσιακή κατάσταση της στάνης του.
Αποτελούν διάφορες πατριές, παρέες, μπουλούκια, επαγγελματικούς σχηματισμούς, με ελεύθερα συνεταιρισμένες οικογένειες, τα τσελιγκάτα.
Κάθε τσελιγκάτο ξεκινάει μονάχο του από τα χειμαδιά την άνοιξη, μετά του Άι-Γιώργου (6 Μαΐου) για τα βουνά, που αυτά θεωρούν πατρίδα τους. Στα μέσα ή στα τέλη του Μάη φτάνει στα ψ(η)λώματα, όπου ξεκαλοκαιριάζει κι απ’ όπου ξεκινάει πάλι μονάχο του για τα χαμ(η)λώματα, πριν ή λίγο ύστερα από του Άι-Δημητρίου (26 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου).
Η γεωγραφική εξάπλωση
Οι κλιματολογικοί όροι και η εδαφική διάπλαση της Βαλκανικής και της Ελληνικής χερσονήσου δημιούργησαν στην περιοχή τούτη τους νομαδικούς ποιμενικούς πληθυσμούς. (…) Ανάμεσά τους γνήσιοι νομάδες ποιμένες και γνήσιοι Έλληνες – περήφανοι μάλιστα γι’ αυτό – είναι οι Σαρακατσάνοι.
Οι χαρακτηριστικά ορεινοί όγκοι της Βαλκανικής χερσονήσου σχηματίζουν ένα τεράστιο πλοκάμι από βουνά και κάμπους με λιβάδια κατάλληλα για καλοκαιρινές και χειμερινές βοσκές.
Μέσα στη μεγάλη αυτή γεωγραφική ενότητα και μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων αρτηριών από τον Αίμο ως το Αιγαίο και από τον Αδρία ως την Πόλη και παραπέρα ως την ενδοχώρα γίνονταν από πολύ αρχαία χρόνια οι μετακινήσεις των διαφόρων φυλετικών ομάδων. Στον ίδιο αυτό χώρο, χάρις στις γεωμορφολογικές συνθήκες, με ορμητήριο και καταφύγιο τα βουνά, εκινείτο ελεύθερα και ο νομαδισμός. Φυσικό λοιπόν ήταν να μη διακοπεί όταν σχηματίστηκαν τα μόνιμα κατά τόπους αστικά κέντρα, ούτε όταν επακολούθησε η ενιαία ρωμαϊκή επικράτηση, ούτε όταν οι χώρες μπήκαν κάτω από την ενιαία πολιτική εξουσία της Βυζαντινής ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι μια μερίδα των ελληνικών φυλών που, από τα προϊστορικά χρόνια, μπαίνανε από το Δούναβη και τον Αίμο μέσα στη Βαλκανική, για να ξεχυθούν σιγά σιγά στους ορεινούς όγκους και στις κοιλάδες της ηπειρωτικής Ελλάδας (διάφορα φύλα Δωριέων π.χ.), φυσικό είναι να ήταν ή να έγιναν νομαδικές φάρες κτηνοτρόφων. Τέτοια είναι η νομαδική ποιμενική φυλή των Σαρακατσάνων, που κρατεί ακέρια την ελληνικής της καταγωγή και παρουσιάζει γνήσιες ενδείξεις αναγωγής της σε παλαιότερους χρόνους».
Αγγελική Χατχημιχάλη, «Σαρακατσάνοι», τ. Ι, 1957